Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

αἱ γραμμαί

См. также в других словарях:

  • γραμμαί — γραμμή stroke fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PUNCTA — apud Iustinianum, Cod de advocat. divers. Iud. com moda sunt ac salaria militiae, quae et iam solatia appellant Imperatores in Cod. Unde Dispunctores, donatores in veterib. Glossis, et adpunctari hodieque apud Gallos dicitur, cui salarium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μύκλα — μύκλα, ἡ και μύκλος και μύχλος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μύκλαι αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῑς τραχήλοις καὶ τοῑς ποσὶν ἐγγιγνόμεναι» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν» 3. (κατά το λεξ.… …   Dictionary of Greek

  • TAE Greek National Airlines — Infobox Airline airline = TAE Greek National Airlines image size = 250 IATA = GK ICAO = TAE callsign = Greek parent = founded = 1951 ceased = 1957 headquarters = Athens, Greece hubs = Athens Hellenikon Airport fleet size = 18 destinations = 16… …   Wikipedia

  • CAPSI — in Ludo Latrunculorum, loculi sunt lineis distincti, in quibus calculi statuuntur, alias carceres, et mandrae, et septa, Graece χαρακώματα. In Tesserarum lusu, lineae sic dicuntur et scripta, per quae calculi currunt, κάσοι, pro κάψοι, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CARCERES — in Iudo Latrunculorum, idem quod mandrae, septa, valli, capsi, Graecis veterib. πόλεις, χῶραι, γραμμαὶ, χαρακώματα, recentioribus ζατρίκια, unde toti ludo nomen. Tabula nempe, in qua latrunculis ludebant Veteres tota lineis erat distincta, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCACCI vel SCACCORUM Ludus — SCACCI, vel SCACCORUM Ludus Gallis Italisque Scachii, voce a calculis detortâ, ut placet Salmasio; nonnullis a German. Schach, i. e. latro, ut sit latrunoulorum ludus; Car. du Fresne nomen habet a Persica voce Scach i e. Rex, quod praecipua huius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… …   Dictionary of Greek

  • τετραξός — ή, όν, Α τετραπλός («γραμμαὶ τετραξαί» τέσσερεις σειρές γραμμών, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα (βλ. λ. τέσσερεις + επίθημα ξός, μέσω αμάρτυρου τ. *τετραχθjος < επίρρ. τετραχθά (πρβλ. δι ξός < *διχθjος < διχθά)] …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Ιωάννης — (Κόρινθος 1850 – Ελβετία 1907).Νομομαθής. Σπούδασε στην Αθήνα και έπειτα στη Γερμανία και την Αυστρία· το 1875 διορίστηκε δικηγόρος στην Αθήνα, αλλά κυρίως ασχολήθηκε συστηματικά με την καλλιέργεια της νομικής επιστήμης και δημοσίευσε αξιόλογες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»